τηλεχειρισμός

τηλεχειρισμός
Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για να μπορούμε να συντονίζουμε καλύτερα τους διάφορους χειρισμούς είτε για να τους πραγματοποιούμε με περιορισμένο προσωπικό είτε ακόμα για λόγους ασφαλείας. Μαζί με τα όργανα τ. λειτουργούν τα όργανα τηλελέγχου (τηλεσηματοδότηση, τηλεμέτρηση), τα οποία πληροφορούν τον τηλεχειριστή αν οι τ. έγιναν σωστά και αποτελεσματικά. Τα όργανα αυτά είναι απαραίτητα επειδή κανονικά από τη θέση του τ. δεν φαίνονται οι συσκευές των οποίων οι χειρισμοί γίνονται από μακριά. Ένα τυπικό παράδειγμα εφαρμογής του τ. έχουμε στις μοντέρνες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι οποίες αποτελούνται από πολλά μηχανήματα που λειτουργούν κατά τρόπο αλληλένδετο και τα οποία επομένως πρέπει να χειρίζεται και να ελέγχει ένας μοναδικός χειριστής. Κάθε μηχανή της εγκατάστασης λειτουργεί με έναν ή περισσότερους ηλεκτροκινητήρες, καθένας από τους οποίους έχει τον δικό του τηλεδιακόπτη (ηλεκτρικός διακόπτης)· τα καλώδια των διαφόρων τηλεδιακοπτών καταλήγουν στην τράπεζα χειρισμού και ελέγχου, επάνω στην οποία είναι συναρμολογημένα: τα κουμπιά για την έναρξη και διακοπή της λειτουργίας κάθε κινητήρα, οι φωτεινοί σηματοδότες που πληροφορούν αν ο χειρισμός έγινε σωστά ή όχι, και γενικά, ακόμα ένα ηλεκτρικό όργανο μέτρησης για κάθε κινητήρα (αμπερόμετρο) που δείχνει την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος το οποίο διέρχεται από αυτόν και συνεπώς το φορτίο στο οποίο υποβάλλεται ο ίδιος ο κινητήρας. Συνήθως στις πολύπλοκες εγκαταστάσεις η τράπεζα χειρισμού είναι εφοδιασμένη με ένα συνοπτικό διάγραμμα (απλοποιημένη γραφική απεικόνιση των διαφόρων μηχανημάτων της εγκατάστασης) που επιτρέπει στον χειριστή να παρακολουθεί με ευχέρεια τους χειρισμούς που πραγματοποιήθηκαν και εκείνους που πρόκειται να επακολουθήσουν. Στον τομέα της έρευνας του Διαστήματος κατάλληλα συστήματα τ. προνοούν για τον χειρισμό, με σήματα που μεταβιβάζονται από επίγειους σταθμούς με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, των συσκευών (κινητήρες, τηλεοπτικές μηχανές, εγγραφείς κλπ.) των τεχνητών δορυφόρων.
* * *
ο, Ν
τεχνολ. α) μεταβίβαση σημάτων που προορίζονται να θέσουν σε λειτουργία, να τροποποιήσουν ή να διακόψουν από απόσταση τη λειτουργία μιας εγκατάστασης ή ενός οχήματος, με τη βοήθεια ενός μέσου υποδομής που μπορεί να μεταβιβάζει την απαραίτητη πληροφορία
β) συνεκδ. το σύστημα με το οποίο επιτελείται η παραπάνω διεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. telecommande < tele- (< τηλ[ε]-*) + commande «παραγγελία, εντολή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεμηχανική — η, Ν τεχνολ. ο τηλεχειρισμός τών μηχανισμών και τών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telemechanic < τηλ(ε) * + μηχανική] …   Dictionary of Greek

  • τηλεχειριστήριο — το, Ν 1. τεχνολ. συσκευή που επιτρέπει τον από απόσταση χειρισμό μιας διάταξης, κν. τηλεκοντρόλ 2. ο χώρος από όπου με ειδικά μηχανήματα πραγματοποιείται ο τηλεχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + χειριστήριο. Η λ. με την πρώτη της σημ. αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”